- αποκλιμακώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, απορρυθμίζω κάτι, μειώνω σταδιακά την ένταση ή το ρυθμό μιας κατάστασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.